allege
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | allege |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alleges |
αόριστος | alleged |
παθητική μετοχή | alleged |
ενεργητική μετοχή | alleging |
Ρήμα
[επεξεργασία]- ισχυρίζομαι κάτι χωρίς να προσφέρω αποδείξεις