allegation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allegation | allegations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allegation (en)
- ο ισχυρισμός, η κατηγορία εναντίον κάποιου η οποία ενδέχεται να μην ευσταθεί
- ⮡ Baseless allegations can damage a reputation.
- Οι ανυπόστατες κατηγορίες μπορούν να βλάψουν τη φήμη.
- ⮡ Baseless allegations can damage a reputation.