agorafobio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- agorafobio < agorafobi- -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agorafobio | agorafobioj |
αιτιατική | agorafobion | agorafobiojn |
agorafobio (eo)