adwokat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]adwokat (pl) < λατινική advocatus
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adwokat (pl) αρσενικό
adwokat (pl) < λατινική advocatus
adwokat (pl) αρσενικό