adaptation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- adaptation < (άμεσο δάνειο) γαλλική adaptation < μεσαιωνική λατινική adaptatio < adapter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adaptation (en)
- η προσαρμογή, η εναρμόνιση
- ↪ The director is criticized for the delay in the adaptation of the telecommunications group to the new technology.
- O διευθυντής επικρίνεται για καθυστέρηση στην προσαρμογή του τηλεπικοινωνιακού ομίλου στη νέα τεχνολογία.
- ↪ The director is criticized for the delay in the adaptation of the telecommunications group to the new technology.
- η διασκευή
- η προσαρμοστικότητα
- η ευνοϊκή τροποποίηση
- (βιολογία) η ανάπτυξη νέου χαρακτηριστικού
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adaptation | adaptations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- adaptation < μεσαιωνική λατινική adaptatio > adapter
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.dap.ta.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adaptation (fr) θηλυκό
- η προσαρμογή, η εναρμόνιση
- (μουσική) η διασκευή
- η απόδοση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη adapter
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βιολογία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μουσική (γαλλικά)