acroléine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acroléine < (άμεσο δάνειο) γερμανική Akrolein < λατινική acer (γενική acris (δριμύς, οξύς) olere (οσφραίνομαι) -ine

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acroléine acroléines

acroléine (fr) θηλυκό