acide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

acide < λατινική acidus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.sid/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acide (fr) αρσενικό

L'acide chlorhydrique : το υδροχλωρικό οξύ.

Cela a un goût acide : είναι ξινό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]