access
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]access < (κληρονομημένο) μέση αγγλική access < μέση γαλλική acces < λατινική accessus < accedo < ad cedo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
access | accesses |
access (en)
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, η πρόσβαση, η προσπέλαση, ένας τρόπος στον οποίο μπαίνω ή φτάνω σε ένα μέρος
- ⮡ the only access to the old castle - η μόνη είσοδος στο παλιό κάστρο
- ⮡ Access to the town was guarded.
- Οι προσβάσεις της πόλης εφρουρούντο.
- ⮡ Access to the camp is easy/difficult.
- Η πρόσβαση στο στρατόπεδο είναι εύκολη/δύσκολη.
- ⮡ an access road - οδός προσπελάσεως
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | access |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accesses |
αόριστος | accessed |
παθητική μετοχή | accessed |
ενεργητική μετοχή | accessing |
access (en)
- (μεταβατικό) αποκτώ πρόσβαση, μπαίνω
- ⮡ I accessed my account.
- Απόκτησα πρόσβαση στον λογαριασμό μου.
- ⮡ I accessed my account.
Πηγές
[επεξεργασία]- access - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 265, 745, 750. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:access"> , λήμμα: είσοδος, πρόσβαση, προσπέλαση
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)