abroad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abroad < μέση αγγλική abrood < a- brood

Επίρρημα

[επεξεργασία]

abroad (en) (χωρίς παραθετικά)

  • στο εξωτερικό
    ⮡  I am studying/traveling abroad.
    Σπουδάζω/Ταξιδεύω στο εξωτερικό.
    ⮡  She received clearance to work abroad.
    Έλαβε άδεια για να εργαστεί στο εξωτερικό.
     συνώνυμα: overseas