ablution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ablution < μέση αγγλική ablucioun < παλαιά γαλλική ablution < λατινική ablutio < abluo < ab luo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ablution (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ablution < εκκλησιαστική λατινική ablutio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.bly.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ablution | ablutions |
ablution (fr) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Θρησκεία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εκκλησιαστικά λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Θρησκεία (γαλλικά)