abiatico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abiatico < λατινική aviaticum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abiatico (en) αρσενικό

  1. εγγονός
  2. πρόγονος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]