abhorrence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abhorrence (en)
- η απέχθεια
- κάτι που προκαλεί απέχθεια, αποκρουστικό πρόσωπο ή πράγμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη abhor
Πηγές
[επεξεργασία]- abhorrence - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abhorrence - Oxford Learner's Dictionaries