Vertrauen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Vertrauen | — | |
γενική | des | Vertrauens | — | |
δοτική | dem | Vertrauen | — | |
αιτιατική | das | Vertrauen | — |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Vertrauen (de) ουδέτερο