Trinken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Trinken (de) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]