Stelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stelle (de) θηλυκό

ich kenne ein paar Stellen... - ξέρω μερικά μέρη...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stelle αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]