OTP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
OTP | OTPs |
OTP (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του: one-time password (κωδικός μιας χρήσης)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- OTP στην αγγλική Βικιπαίδεια