Niederländisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Niederländisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης : niederländisch |
Niederländisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό