Leid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Leid | — | |
γενική | des | Leids Leides |
— | |
δοτική | dem | Leid Leide |
— | |
αιτιατική | das | Leid | — |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Leid (de) ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Leid αρσενικό ή θηλυκό