Kind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Kind | die | Kinder |
γενική | des | Kinds Kindes |
der | Kinder |
δοτική | dem | Kind Kinde |
den | Kindern |
αιτιατική | das | Kind | die | Kinder |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kind < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kint < παλαιά άνω γερμανική kind [1] < πρωτογερμανική *kinþą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *g̑en(ə)- / *ǵenh₁- [2]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kind (de) ουδέτερο
- το παιδί
- Die Verantwortung für die Erziehung des Kindes liegt nicht nur bei den Eltern, sondern auch bei der Schule.
- Ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού δεν έχουν μόνο οι γονείς, αλλά και το σχολείο.
- Die Verantwortung für die Erziehung des Kindes liegt nicht nur bei den Eltern, sondern auch bei der Schule.
- (οικογένεια) το τέκνο, ο γόνος
- φιλική προσφώνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Adoptivkind
- Einzelkind
- Enkelkind
- Hurenkind
- Kinderarzt
- Kinderbett
- Kinderbuch
- Kinderdorf
- Kindererziehung
- kinderfeindlich
- Kinderfreibetrag
- kinderfreundlich
- Kindergarten
- Kindergärtnerin
- Kindergeld
- Kinderheim
- Kinderkrankheit
- Kinderkrippe
- Kinderladen
- Kinderlähmung
- kinderleicht
- kinderlieb
- Kinderlied
- Kindermädchen
- Kindersitz
- Kinderspiel
- Kinderwagen
- Kinderzeit
- Kinderzimmer
- Kindsmord
- Kleinkind
- Patenkind
- Pflegekind
- Schulkind
- Stiefkind
- Waisenkind
- Wunderkind
Παροιμίες
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Kind (Begriffsklärung) στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kind αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kind < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kind αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kind < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kind αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kind < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kind αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [5]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)
- Κύρια ονόματα (νορβηγικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νορβηγικά)