IC

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
IC < Integrated Circuit
IC < Instruction Counter

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

IC (en) αρκτικόλεξο

  1. (πληροφορική) συντομογραφία του καταχωρητή instruction counter
     συνώνυμα: PC
  2. (ηλεκτρονική) συντομογραφία του integrated circuit

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • IC στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια