BTW
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- BTW < by the way
Συντομομορφή
[επεξεργασία]BTW (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) συντομογραφή του επί τη / με την ευκαιρία· παρεμπιπτόντως
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- btw
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]BTW (nl) (Belasting over de Toegevoegde Waarde) άκλιτο αρκτικόλεξο
- ΦΠΑ, Φόρος Προστιθέμενης Αξίας