Aufmerksamkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aufmerksamkeit | die | Aufmerksamkeiten |
γενική | der | Aufmerksamkeit | der | Aufmerksamkeiten |
δοτική | der | Aufmerksamkeit | den | Aufmerksamkeiten |
αιτιατική | die | Aufmerksamkeit | die | Aufmerksamkeiten |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Aufmerksamkeit < aufmerksam -keit
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Aufmerksamkeit (de) θηλυκό
- προσοχή
- die Aufmerksamkeit der Leute wecken - αφυπνίζω την προσοχή του κόσμου