Abbildung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abbildung | die | Abbildungen |
γενική | der | Abbildung | der | Abbildungen |
δοτική | der | Abbildung | den | Abbildungen |
αιτιατική | die | Abbildung | die | Abbildungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abbildung (de) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Abbild