Aas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Aas (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Äser / Aase)

  1. ψοφίμι
  2. παλιάνθρωπος



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Aas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Aas θηλυκό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Aas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Aas αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Aas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Aas αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [4]