-ope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ope < op- -e

-ope (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σύνολο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται για την παραγωγή επιρρημάτων που αφορούν ίσα σύνολα αντικειμένων, ατόμων, κ.λπ.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

unuope, duope, triope, kvarope, kvinope, sesope, sepope, okope, naŭope, dekope...centope...milope