-n't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-n't: συναίρεση του not

Επίθημα

[επεξεργασία]

-n't (en)

  • μην, δεν, δηλώνει την αρνητική τους σημασία
    Don't (do not) speak!
    Μη μιλάς!
    I won't (will not) stop eating.
    Δεν θα σταματήσω να τρώω.
    He isn't (is not) here today.
    Δεν είναι εδώ σήμερα.
    I haven't (have not) seen him.
    Δεν τον έχω δει.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]