-ie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθημα
[επεξεργασία]-ie (fr) θηλυκό (πληθυντικός: -ies)
- κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών, συνήθως αφηρημένων, αντίστοιχη του -ία
-ie (fr) θηλυκό (πληθυντικός: -ies)