-er-
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
-er- (eo)
- επίθημα που δηλώνει ένα κομμάτι, ένα μέρος, ένα από τα συστατικά της ρίζας της λέξης
Παραδείγματα
- mono - το χρήμα
- monero - το κέρμα, το νόμισμα
- salo - το αλάτι
- salero - ο κόκκος αλατιού
και, μόνο του,
- ero - το στοιχείο