ἀνιμάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀνιμάω < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀνιμάω / ἀνιμῶ
- αντλώ νερό μέσω δερματικών λωρίδων, σηκώνω, ανασύρω ή ανέλκω
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Κηπουρὸς καὶ κύων, 122.1
- κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν. ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν βουλόμενος ἐκεῖ κατέβη.
- Ήταν ένας περιβολάρης, που το σκυλί του έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο άνθρωπος, που λέτε, είχε σκοπό να το ανασύρει από εκεί μέσα, γι᾽ αυτό κατέβηκε ο ίδιος κάτω.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο περιβολάρης και το σκυλί.
- κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν. ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν βουλόμενος ἐκεῖ κατέβη.
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Κηπουρὸς καὶ κύων, 122.1
- (αμετάβατο) ανεβαίνω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀνιμάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνιμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.