מרים
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραμαϊκά (arc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- מרים < αρχαία αιγυπτιακή mrh- (=δυνατός, γόνιμος, εύφορος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]מרים (Maryām) θηλυκό
Εβραϊκά (he)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]מרים (he) (Miryām) θηλυκό