як

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

як (uk)

  1. όπως

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

як (uk) αρσενικό

  1. το γιακ