око
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]око (bg)
- το μάτι
Ουκρανικά (uk)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]око (uk) ουδέτερο (óko)
- το μάτι
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]око (sr) (λατινική γραφή: oko) ουδέτερο (óko)
- το μάτι