ад

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ад (az)

  1. το όνομα
  2. το ουσιαστικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ад (bg)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ад (ru)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ад (sr) (λατινική γραφή: ad) αρσενικό