ύψος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύψος | τα | ύψη |
γενική | του | ύψους | των | υψών |
αιτιατική | το | ύψος | τα | ύψη |
κλητική | ύψος | ύψη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύψος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕψος
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hauteur [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.psos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐ψος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύψος ουδέτερο
- (διαστάσεις) η απόσταση από τη βάση ενός πράγματος έως την κορυφή του
- το μήκος του ανθρώπινου σώματος
- (γεωμετρία) η κάθετη απόσταση που ενώνει τη βάση και την κορυφή ενός σχήματος ή τις παράλληλες βάσεις ενός σχήματος ή στερεού
- (συνεκδοχικά) το ευθύγραμμο τμήμα που προσδιορίζει την παραπάνω απόσταση
- (μουσική) → δείτε τη λέξη τονικό ύψος
- το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει κάποιος ή κάτι
- (μεταφορικά) τη πνευματική και ηθική ανωτερότητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ανεβάζω στα ύψη
- ή του ύψους ή του βάθους: για κάτι που παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις
- στα ύψη: σε πάρα πολύ ψηλό σημείο // σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό
- στέκομαι στο ύψος μου: ανταποκρίνομαι σε ό,τι πρέπει να κάνω // διατηρώ την αξιοπρέπεια μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ύψος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ύψος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)