χύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χύτης | οι | χύτες |
γενική | του | χύτη | των | χυτών |
αιτιατική | τον | χύτη | τους | χύτες |
κλητική | χύτη | χύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χύτης < (ελληνιστική κοινή) χύτης < χύνω < χέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χύτης αρσενικό (θηλυκό: χύτρια)
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε χυτήριο χύνοντας λιωμένο μέταλλο σε καλούπια
- Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ -αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει- οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του χύτη κουμπιών. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χύτης