χωροσταθμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωροσταθμικός < χωροσταθμώ -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χωροσταθμικός
- που έχει σχέση με χωροστάθμηση ή χωροστάθμη ή αναφέρεται σ’ αυτές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωροσταθμικός
|