χρωματογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chromatography -ία < αρχαία ελληνική χρῶμα γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωματογραφία θηλυκό
- (χημεία, βιολογία) τεχνική που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των συστατικών ενός μείγματος και βασίζεται στη διαφορετική ταχύτητα με την οποία τα διάφορα συστατικά κινούνται μέσα από ένα στατικό υλικό, όταν αυτό διαπερνάται από ένα ρευστό ή αέριο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- χρωματογράφημα
- χρωματογράφηση
- χρωματογραφικά
- χρωματογραφικός
- χρωματογράφος
- χρωματογραφώ
- → δείτε τις λέξεις χρώμα και γράφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρωματογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)