χρυσοχοείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσοχοείο τα χρυσοχοεία
      γενική του χρυσοχοείου των χρυσοχοείων
    αιτιατική το χρυσοχοείο τα χρυσοχοεία
     κλητική χρυσοχοείο χρυσοχοεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρυσοχοείο < χρυσοχόος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρυσοχοείο ουδέτερο

  • ο χώρος εργασίας, το εργαστήριο του χρυσοχόου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]