χρονολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρονολογία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρονολογία (λέξη του 8ου-9ου αιώνα)[1] & λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για τη γαλλική chronologie.[2]. Μορφολογικά αναλύεται σε χρονο- -λογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾo.no.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονολογία θηλυκό
- ο προσδιορισμός ενός γεγονότος στο χρόνο με βάση μια κοινά αποδεκτή σε ένα έθνος αρχή μέτρησης του χρόνου
- ο προσδιορισμός του έτους όπου συμβαίνει ένα γεγονός
- προσδιορισμός ή αναγραφή του έτους και της ημερομηνίας που συνέβη κάτι
- επιστημονικός κλάδος που μελετά τον τρόπο διαίρεσης του χρόνου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αχρονολόγητος
- μεταχρονολόγηση
- μεταχρονολογώ
- προχρονολόγηση
- προχρονολογώ
- χρονολόγηση
- χρονολογικός
- χρονολογώ
- → και δείτε τις λέξεις χρόνος και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρονολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ χρονολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)