χολόσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χολόσταση | οι | χολοστάσεις |
γενική | της | χολόστασης* | των | χολοστάσεων |
αιτιατική | τη | χολόσταση | τις | χολοστάσεις |
κλητική | χολόσταση | χολοστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χολοστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χολόσταση < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική choléstase ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholestasis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χολόσταση θηλυκό
- (ιατρική) η ελάττωση ή η αναστολή της ροής της χολής και η οποία διακρίνεται σε ενδοηπατική και εξωηπατική χολόσταση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χολοστατικός
- → και δείτε τις λέξεις χολή και στάση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χολόσταση
Πηγές
[επεξεργασία]- χολόσταση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)