χολοστατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη ⊟ αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολοστατικός η χολοστατική το χολοστατικό
      γενική του χολοστατικού της χολοστατικής του χολοστατικού
    αιτιατική τον χολοστατικό τη χολοστατική το χολοστατικό
     κλητική χολοστατικέ χολοστατική χολοστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη ⊟ αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολοστατικοί οι χολοστατικές τα χολοστατικά
      γενική των χολοστατικών των χολοστατικών των χολοστατικών
    αιτιατική τους χολοστατικούς τις χολοστατικές τα χολοστατικά
     κλητική χολοστατικοί χολοστατικές χολοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χολοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική cholostatique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholestatic

Επίθετο

[επεξεργασία]

χολοστατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • χολοστατικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)