χολαγγειογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χολαγγειογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholangiography. Μορφολογικά αναλύεται σε χολ(ή) αγγειογραφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χολαγγειογραφία θηλυκό
- (ιατρική) ακτινογραφία των χοληφόρων αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού υγρού στο σώμα του ασθενούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χολή, αγγειογραφία και αγγείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χολαγγειογραφία
Πηγές
[επεξεργασία]- χολαγγειογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)