χιονένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χιονένιος | η | χιονένια | το | χιονένιο |
γενική | του | χιονένιου | της | χιονένιας | του | χιονένιου |
αιτιατική | τον | χιονένιο | τη | χιονένια | το | χιονένιο |
κλητική | χιονένιε | χιονένια | χιονένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη ⊟ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χιονένιοι | οι | χιονένιες | τα | χιονένια |
γενική | των | χιονένιων | των | χιονένιων | των | χιονένιων |
αιτιατική | τους | χιονένιους | τις | χιονένιες | τα | χιονένια |
κλητική | χιονένιοι | χιονένιες | χιονένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çoˈne.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νέ‐νιος
Επίθετο
[επεξεργασία]χιονένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από χιόνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)