χειρομάντης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειρομάντης αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο το οποίο μαντεύει παρατηρώντας τις γραμμές στο χέρι μας.