χειραφετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειραφετώ < μεσαιωνική ελληνική χειραφετῶ < αρχαία ελληνική χείρ ἀφέτης < ἀφίημι

χειραφετώ, παθ. φωνή: χειραφετούμαι, παθ.μτχ.: χειραφετημένος

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]