χειμωνιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειμωνιάτικος < χειμώνας
Επίθετο
[επεξεργασία]χειμωνιάτικος
- ο σχετικός με το χειμώνα ή με το κρύο
- χειμωνιάτικος καιρός, χειμωνιάτικα ρούχα
- σε αντιδιαστολή προς κάτι λιγότερο ζεστό
- Βάλε μια χειμωνιάτικη κουβέρτα γιατί αυτή είναι λεπτή, δεν θα σε πιάσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χειμωνιάτικα επίρρημα
- χειμερινός