χαρτομάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτομάνι ουδέτερο άκλιτο
- πλήθος εγγράφων, χαρτούρα, συνήθως για χαρτιά που πιθανόν να μην είναι απαραίτητα, σιγουρα πάντως για χαρτιά, έγγραφα, βιβλία που είναι συγκεντρωμένα σε μεγαλύτερο αριθμό από τον ανεμενόμενο, περισσότερα από το κανονικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις -μάνι, γυναικομάνι, σκουπιδομάνι και ανθρωπομάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτομάνι