χαλαζίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλαζίας | οι | χαλαζίες |
γενική | του | χαλαζία | των | χαλαζιών |
αιτιατική | τον | χαλαζία | τους | χαλαζίες |
κλητική | χαλαζία | χαλαζίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλαζίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαλαζίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλαζίας αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό οξείδιο του πυριτίου, πολύ κοινό στη φύση
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χαλάζι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- χαλαζίας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)