χαλές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλές | οι | χαλέδες |
γενική | του | χαλέ | των | χαλέδων |
αιτιατική | τον | χαλέ | τους | χαλέδες |
κλητική | χαλέ | χαλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλές < (άμεσο δάνειο) αλβανική halë < τουρκική halâ < οθωμανική τουρκική خلا < αραβική خلاء (xalā')
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λές
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλές αρσενικό
- (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, παρωχημένο) αποχωρητήριο
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο, παρωχημένο) ανήθικος άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- έχει στόμα χαλέ: είναι αισχρολόγος, βωμολόχος και αθυρόστομος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)