χάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάση | οι | χάσες |
γενική | της | χάσης | — | |
αιτιατική | τη | χάση | τις | χάσες |
κλητική | χάση | χάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάση θηλυκό
- (αστρονομία) η περίοδος μετά την πανσέληνο, όταν αρχίζει να μειώνεται (μέχρις εξαφανίσεως) η φωτεινή επιφάνεια της σελήνης
- ※ Τα ολόμαυρα μαλλιά σου με τι ζεφύρια χτένια ναν τα περιχτενίσω σε χάσες φεγγαριών; (Σωτήρης Σκίπης, Η μεγάλη αύρα, 1908, σελ. 59)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χάση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)